- λοξοτομώ
- τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο-τομώ, σφυρο-τομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν τής ελληνικής γλώσσης τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].
Dictionary of Greek. 2013.