λοξοτομώ

λοξοτομώ
τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο-τομώ, σφυρο-τομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν τής ελληνικής γλώσσης τού Σκαρλάτου Βυζάντιου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λοξοτέμνω — τέμνω κάτι λοξά, λοξοτομώ …   Dictionary of Greek

  • λοξοτομία — η πλάγια τομή, λοξότμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξοτομῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”